χρωματικός

χρωματικός
-ή, -ό / χρωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χρῶμα, -ατος]
1. (για ύφος λόγου) στολισμένος, διανθισμένος
2. μουσ. αυτός που έχει συντεθεί έτσι ώστε να αποκτά χρώμα η μελωδία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρώματα («χρωματικός συνδυασμός»)
2. το θηλ. ως ουσ. η χρωματική- το μέρος τής ζωγραφικής που σχετίζεται με τη χρήση τών χρωμάτων
3. φρ. α) «χρωματική εκτροπή»
φυσ. εκτροπή που οφείλεται στην αδυναμία ενός φακού να εστιάσει όλες τις επιμέρους μονοχρωματικές ακτινοβολίες τού λευκού φωτός στο ίδιο επίπεδο, με αποτέλεσμα τον ασαφή σχηματισμό ειδώλου
β) «χρωματική κλίμακα»
μουσ. κλίμακα αποτελούμενη από μία διαδοχή ημιτονίων
γ) «χρωματικό γένος»
μουσ. γένος που βασίζεται στην συστηματική χρήση χρωματικών διαστημάτων, σε αντιδιαστολή προς το διατονικό γένος
δ) «χρωματικό διάστημα»
μουσ. διάστημα που τοποθετείται ανάμεσα σε δύο ομώνυμους φθόγγους, από τους οποίους ο ένας είναι αλλοιωμένος
ε) «χρωματικό όργανο»
μουσ. όργανο που μπορεί να παράγει τα δώδεκα ημιτόνια τα οποία περιλαμβάνονται σε μία οκτάβα τού συγκερασμένου συστήματος
στ) «χρωματικό σύστημα»
μουσ. σύστημα που βασίζεται στην διαίρεση τής οκτάβας σε δώδεκα ίσα τμήματα
ζ) «χρωματικό κέντρο»
φυσ.-χημ. είδος σημειακής αταξίας στο κρυσταλλικό πλέγμα ενός στερεού σώματος, στην περιοχή τής οποίας πραγματοποιείται απορρόφηση ηλιακής ακτινοβολίας ορισμένου μήκους κύματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χρωματικόν
(ρητ.) η χρήση εντυπωσιακού τεχνάσματος ανασκευής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμα. 2. το θηλ. ως ουσ., χρωματική το μέρος της ζωγραφικής τέχνης το σχετικό με τη χρήση των χρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωματικά — χρωματικός of neut nom/voc/acc pl χρωματικά̱ , χρωματικός of fem nom/voc/acc dual χρωματικά̱ , χρωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικῶν — χρωματικός of fem gen pl χρωματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικόν — χρωματικός of masc acc sg χρωματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικαί — χρωματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικοῖς — χρωματικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικοί — χρωματικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικοῦ — χρωματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικῆς — χρωματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικῇ — χρωματικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”